λεπτόκαρφος

λεπτόκαρφος
λεπτό-καρφος, ον,
A with thin, light stem, Dsc.3.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεπτόκαρφος — λεπτόκαρφος, ον.(Α) αυτός που έχει λεπτά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάρφος «ξερόχορτο, άχυρο» (πρβλ. ρυσό καρφος)] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόκαρφος — with thin masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοκαρφότερον — λεπτόκαρφος with thin adverbial comp λεπτόκαρφος with thin masc acc comp sg λεπτόκαρφος with thin neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόκαρφον — λεπτόκαρφος with thin masc/fem acc sg λεπτόκαρφος with thin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοκάρφους — λεπτόκαρφος with thin masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”